- εὐοσμώδης
- εὐ-οσμ-ώδης, ες, von wohlriechender Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek